- σκολόπιον
- σκολόπ-ιον, τό, Dim. ofA
σκόλοψ 1.3
, Antyll. ap. Orib.50.5.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκόλοψ 1.3
, Antyll. ap. Orib.50.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολόπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολόπιον — τὸ, Α [σκόλοψ, οπος] υποκορ. χειρουργικό εργαλείο μικρού μεγέθους, μικρός καθετήρας … Dictionary of Greek
σκολοπίῳ — σκολόπιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)